- ιδιοτρόφος
- ἰδιοτρόφος, -ον (Α)αυτός που τρέφει ζώα ένα από κάθε είδος, όχι σε κοπάδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο-* + -τροφος (< τροφή), πρβλ. θηρο-τρόφος, ιππο-τρόφοςη λ. έχει παθ. σημ., εν αντιθέσει προς το ιδιότροφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιδιότροφος — ἰδιότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό τροφος, υπό τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα τρόφος (πρβλ. ιδιο τρόφος), που έχουν παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
ἰδιοτρόφον — ἰδιοτρόφος feeding individuals masc/fem acc sg ἰδιοτρόφος feeding individuals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek